Σαλμών

Σαλμών
4533 Σαλμών
{собств., 3}
Салмон (мирный, совершенный, гениальный).
Человек в родословии Иисуса Христа (Мф. 1:4, 5; Лк. 3:32). См. евр. 8013 (תוֹמלׂשְׁ).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Σαλμών" в других словарях:

  • Papyrus 1 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 1 …   Wikipedia

  • Papyrus 1 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 1 …   Deutsch Wikipedia

  • Salmôn — Salmon ou Shalmon (Hébreu שַׂלְמֹון֙, Grec σαλμων) (né vers 2533 ) était ancêtre de David dans la tribu de Juda et un membre de la première génération d Israélites à traverser du Jourdain. Il était aussi peut être l un des deux espions que Josué… …   Wikipédia en Français

  • Αλμών — I Αρχαία ονομασία του μικρού ποταμού Λατίου που εκβάλλει στον Τίβερη, νοτιοδυτικά της Ρώμης. Σήμερα λέγεται Ακουατάτσιο. Στον Α. εξαγνίζονταν κάθε χρόνο στις 27 Μαρτίου όσοι ήθελαν να θυσιάσουν στην Κυβέλη. Εκεί έπλεναν και το ομοίωμα της θεάς,… …   Dictionary of Greek

  • Ραάβ — Πόρνη που κατοικούσε στην Ιεριχώ, στο σπίτι της οποίας κατέλυσαν οι δυο κατάσκοποι που έστειλε ο Ιησούς του Ναυή από τη Σατίν για να κατασκοπεύσουν την πόλη. Όταν ο βασιλιάς της Ιεριχούς τους καταζητούσε για να τους συλλάβει, η Ρ. τους έκρυψε στο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»